- αρραβώνας
- (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία), ενώ επιβεβαιώνει την κύρια συμφωνία (π.χ. μια αγοραπωλησία ή μια σύμβαση μίσθωσης). Χρησιμεύει ταυτόχρονα κατά κάποιον τρόπο ως υποκατάστατο ποινικής ρήτρας ή ως προκαταβολή αποζημίωσης για την περίπτωση που ο ένας από τους συμβαλλομένους θα ματαίωνε υπαιτίως την κύρια σύμβαση. Ο συμβαλλόμενος που είναι υπαίτιος για τη ματαίωση αυτή χάνει τον α. που έχει δώσει ή επιστρέφει το διπλάσιο της αξίας ή του πράγματος που έλαβε ως α.
Με τον ίδιο όρο αποκαλείται στην κοινή γλώσσα η σύμβαση μνηστείας (βλ. λ. γάμος), λόγω της εξωτερικής αναλογίας που υπάρχει στην παραχώρηση αντικειμένου, υπό τύπο δωρεάς, ή ως συμβόλου κατάρτισης της μνηστείας. Η φύση όμως της τελευταίας είναι εντελώς διαφορετική από τον α. με τη νομική έννοια.
* * *ο (AM ἀρραβών, -ῶνος)1. (νομ.) χρηματική προκαταβολή που δίνεται από τον αγοραστή, το καπάρο2. η πρόγευσημσν.- νεοελλ.1. η τελετή κατά την οποία επισημοποιείται η σχέση ενός ζεύγους με την ανταλλαγή δαχτυλιδιών, η μνήστευση2. εκκλ. η ανταλλαγή των δαχτυλιδιών στην πρώτη φάση του μυστηρίου του γάμουνεοελλ.1. ο χρόνος που το ζεύγος παραμένει αρραβωνιασμένο2. το δαχτυλίδι που φέρουν οι μνηστευμένοι από την ημέρα του αρραβώνα, η βέρααρχ.μτφ. η εγγύηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη (πρβλ. εβρ. ērābōn «ενέχυρο») χωρίς να είναι βέβαιο ότι είναι σημιτικής προελεύσεως. Προήλθε πιθ. από την εγγύς Ανατολή (αιγυπτ. 'rb). Εξάλλου η λ. ανήκει στο ειδικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται κατά τις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο έχει δεχθεί αρκετά σημιτικά δάνεια].
Dictionary of Greek. 2013.